- σκευοπλαστικὸς
- σκευο-πλαστικὸς τροχός, ὁ,A potter's wheel, Id.ibid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκευοπλαστικός — ή, όν, Α [σκευοπλασία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκευοπλασία, στην αγγειοπλαστική, ἡ ο κατάλληλος γι αυτήν («σκευοπλαστικὸς τροχός» ο τροχός τού αγγειοπλάστη) … Dictionary of Greek